- υγροποίηση
- Η μεταβολή κατάστασης κατά την οποία, κάτω από κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, ένα αέριο γίνεται υγρό. Η μεταβολή αυτή μπορεί να συμβεί μόνο σε θερμοκρασία ειδική για κάθε αέριο, η οποία ονομάζεται κρίσιμη θερμοκρασία· πάνω από αυτήν το αέριο δεν είναι υγροποιήσιμο, ακόμα και αν υποβληθεί σε υψηλότερες πιέσεις. Κάτω από την κρίσιμη θερμοκρασία η υ. πραγματοποιείται με πίεση, η οποία είναι τόσο μικρότερη, όσο χαμηλώνει η θερμοκρασία. Η υγροποίηση συνοδεύεται πάντοτε από έκλυση θερμότητας.
Το φαινόμενο οφείλεται στο ότι η αύξηση της πίεσης ελαττώνει τη μέση διαμοριακή απόσταση έως ότου γίνει έντονη η δύναμη έλξης, η οποία ενεργεί μεταξύ των μορίων σε μικρές αποστάσεις, και προκύψουν οι τυπικές συνενώσεις της κατάστασης των υγρών. Η μεταβολή του ατμού σε υγρό χαρακτηρίζεται ακριβέστερα με τον όρο συμπύκνωση, αν και ακολουθεί τους φυσικούς νόμους της υγροποίησης.
* * *η, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υγροποιώ, μετατροπή στερεού ή αερίου σε υγρό2. φρ. «υγροποίηση τού άνθρακα»(χημ.-τεχνολ.) τεχνική μετατροπής τού άνθρακα φυσικής προέλευσης σε υγρούς υδρογονάνθρακες, όπως είναι το τεχνητό πετρέλαιο και η τεχνητή βενζίνη, διάφορα λιπαντικά υλικά κ.ά., με επίδραση υδρογόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < υγροποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑγροποίησις, μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.